Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Κράτησε τη ζωή...

Κράτησε τη ζωή. Έτη μακριά μου. Κράτησε... Μεθώντας με του ανέμου τα φυσήματα τη λογική που τρέχει καλπάζοντας πάνω στα φύλλα Μαγιάτικου μεσημεριού που ξενιτεύονται Οκτώβρη. Μήνας βροχών. Και τα πελάγη φέρετρα με τη φαρέτρα των Νηρηίδων τους γεμάτη σταυρωμένα κύματα να σταλάζουν στα ραγισμένα λόγια μάτια αφρούς. Πού να 'ναι, ε; Πού; Σε σύννεφο ποιο; Ανοίγω αυλαία σε νύχτα σπαρμένη αστρολούλουδα που ακόμη δε ξεμύτισαν απ' του ουρανού το χώμα. Πρόσωπα που αχνοφέγγουν φεύγοντας, με την ομίχλη τους να καλύπτει το άγνωστο στα μάτια μου ποτάμι. Μέρα που σε λίγο τελειώνει με δαγκωμένα αγκαλιάσματα και ξεχειλισμένα λόγια που στολίζονται μικροί θεοί εμφυτεύοντας την εξουσία ενός στη μήτρα μου θανάτου σε γαλάζιες στιγμές οργασμού. Κράτησε τη ζωή του. Ταξιδεύοντας. Γαζί - γαζί στα κεντημένα σχέδια μιας αυλαίας. Κι έμεινα να περιμένω μιαν αποστολή πρωινού δίπλα στην ανέγγιχτη κούπα καφέ. Χωρίς του τόπου την ένδειξη. Πόνου μονάχα. Για ν' αχνίζουν τα όνειρα ξεθυμασμένα και να συμπυκνώνονται σε μόνο μια στο παγωμένο μέτωπό μου χαρακιά. Βαθιά τιμή ρυτίδα που στη φθήνια μέσα του Σαββάτου μεθαύριο, θα ξεπουλιέται ως είδος μονόδρομο πολυτελείας. Σε παζάρια μονόμετρα. Με την ένταση της σιωπής το διάνυσμά της να χαμηλώνει, όλο να χαμηλώνει κυρτώνοντας... ως μια ρίζα περασμένη στον ομφαλό. Ελιά και κόμμα. Έστρωσε τη ζωή μου, ελιά και σώμα. Κράτησα τη ζωή μου. Χώμα

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Ανάγκαθο...

Ανάγκαθο... αν τούτη υπήρχε η λέξη, πόσο θα γλύκαινε τον κόσμο... Όμως, το μάγμα που λάβα σέρνεται πετρώνοντας ότι στο διάβα του βρεθεί... αυτό φοβάμαι ντυμένη ακόμη στη μεσημεριάτικα, πια, ξεχασμένη μου πάχνη. Πτυχώνονται τα λόγια μας μπλεγμένα ένα κουβάρι κι ο κίνδυνος της έκρηξης χαμογελά στην τρέλα των ρηγμάτων. Άσε με να αναδυθώ απ' τον αφρό συναισθημάτων που να ονοματίσω δεν μπορώ ούτε και θέλω, νοιώθοντας νότες ποτάμια μπλε κάτω απ' τις φτέρνες μου να ρέουν, κατεύθυνση ανατολική, κι ύστερα σε μια εξάτμιση μαζί τους να με παίρνουν. Και δεν είναι πίκρα, μήτε και θλίψη το ρέμα τούτο πάνω αριστερά, παρά μια σύνθεση ουρανού που στις μύτες χορεύει των δοξαριών, ρεύμα μιας ασυγχώρητης φλέβας μνήμης γλυκόπικρα με νοσταλγία ανακατεμένο. Κοιτώ τα δάκτυλά μου συννεφένια, στιγμές που σαν και τούτες μονάχη ξεφυλλίζω ουρανό χωρίς ένα ίχνος μηχανορραφίας, μήτε και στίχο ματαιογραφίας... Και η σιωπή της Κυριακής ντυμένη την μπλε της μουσική όλο και δυναμώνει αγάπη, μπερδεύοντας περισσότερο την ταυτότητα του αφρού για τον οποίον λίγο πριν σου μιλούσα. Ίσως και να 'χεις δίκιο, ίσως η εικόνα απ' τα φίδια του ποταμού και της φωτιάς να 'ναι που σφίγγει το λαιμό μου, αποφυλακίζοντας πνιγμένα αρώματα, αλλοιώνοντας τη αυθεντικότητα περασμένου χρόνου. Διώχνω το βλέμμα στον καρπό και βλέπω στ' αστραφτερά τους χάντρες τους θεατές να περιμένουν το δράμα αποφάσεων που δεν παίχθηκαν, μια δικαίωση αντίτιμου εισιτηρίου στην ταύτιση ενός ρόλου που όλως τυχαίως μου ανατέθηκε. Κι όμως, δε με συνάντησες ποτέ. Μονάχα κάποτε, ίσως, ψιθύρισες ξένο ένα όνομα που τώρα μεταλλαγμένο, ναι, όλως τυχαίως, κάπως σε μένα μοιάζει. Να κόψω τουλάχιστον μου επιτρέπεις... μέρα που είναι... ένα κομμάτι ουρανού, τριάντα πέταλα λεπτά μιας μνήμης, συνθλιμμένο στα δάκτυλά μου μύρο σταλάζοντας, μες στα ριζά το θάνατο να νοιώσω σε μια ψευδαίσθηση για λίγο πατημένο καθώς μες στη ζωή ψηλά θ' ανεβαίνω; Κι όπως θα πτυχώνονται τα όνειρα, με λύματα σωρούς, στικτές στιγμές σε άλφα να στρογγυλεύουν καθώς από ένα κείμενο, αργά... με μια σιωπή κομματιασμένη... σε άλλο ξανά θα μπαίνω...

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007

Πικρός ο κόσμος από ανέκανθεν

Πίκρος ο κόσμος από ανέκαθεν απόβλητος των ονείρων μας απόγνωση για ένα χάδι απελπισία εκείνου που απέναντι δεν σπάζει μέσα του το θώρακα να γεμίσει ο χρόνος λυγμούς από συγχώρεση... Βουβοί πάνε οι άνθρωποι με πατημένα λόγια αγάπης μέσα τους για τους πιο κοντινούς τους... εκεί επεμβαίνουν κάτι νοσοκομειακά φωσφωρίζοντα γεμάτα από ευκίνητους καπνοδοχοκαθαριστές που παίρνουνε τη στάχτη από τα μάτια γι ν' ανέβουν δάκρυα... Εκεί αν θυμάμαι σε συνάντησα ανάμεσα σε ασυρματοφόρα βουλιαγμένα στα παράσιτα μισομαθημένη κιόλας σαν σαράφισσα της οδού Αθηνάς ν' ανταλλάσεις χρυσό παρελθόντος με χαρτονόμισμα μέλλοντος, έξω τα σκαλίσματα του χρυσοχόου, καθαρό μέταλλο... λάμποντας τη διαδρομή του από ψήγματα στο νερό του ποταμού κι ύστερα της φωτιάς το παίδεμα όσο να γίνει φίδι γυρω από τα δάχτυλα... Φαντάζομαι κάποτε πως το να κόβεις διαφορετικά της σιωπής τα λόγια φτάνει για να φέρει αποθέσεις βουβές από προσωπικά αμίλητα σ' ένα παρουσιάστε αρμ γύρω από λίγες λέξεις που συντονίζονται με σπλάχνα διαπερασμένα από ξυράφια χρόνου καλοακονισμένα... Υπάρχουν θέσεις κενές σε αρχαία δράματα υπάρχουν ρόλοι που ζητάνε σώμα να ξαναπαιχτούν υπάρχουμε και στη σκυφτή ζωή μας ακούς κάτι αντηχήσεις σαν από κεραυνούς μακρινούς που φωτίζουν μια στιγμή πελώριες μάσκες περιωνύμων φονικών και δεν το λέμε από ντροπή αυτό που ενσαρκώνουμε... μονάχα κάτι ταπεινό από λογάκια γαρμπιλάκι κάτω από τη φτέρνα μας κάτι υπολείμματα φτερών χρυσών και κάτι ψήγματα πηλού που αρχίζει να σκληραίνει μες στη φούχτα μας... γιατί έξω απ' την απελπισμένη εξαγρίωση που μας φέρνει φορές χνώτο με χνώτο για δάγκωμα ξεσπλάχνισμα και τρίξιμο οστού κάτω απ' τα δόντια ο χρόνος εξημέρωσε κραυγές που αλλιώς τις λέμε λέξεις λίγο να πουν λίγο να κρύψουν λέγοντας τις ιστορίες που η σιωπή μας από ανέκαθεν κατέχει...

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Είναι που όταν...

Είναι που όταν με βλέπω στο χαρτί, μονάχα ψέματα θυμάμαι. Τι να του πω, χαμόγελο του σχίνου... πως μου λείπει; Γυρνά ο Οκτώβρης τις μέρες του αργά τόσο που να μουλιάζουν γέρνοντας στο γερασμένο δάκρυ του κορμού του. Τι να του πω που είμαι μακριά και λόγια μου δε φτάνουν βαθιά ως την αλήθεια. Με το αηδόνι έτη ουρανούς φευγάτο πώς την κρυμμένη μελωδία που τα χείλη μου παιδεύει μπορώ να τραγουδήσω. Κι όλο γυρίζω πίσω. Όλο... με είδωλο χαμένα αλλοιωμένο... γυρίζω... Μα σα με βλέπω στο χαρτί, φυλλώματα δεν έχω. Ούτε ριζά θαμμένα. Μόνο απουσίες χρόνια σχολασμένες. Με μια αποζημίωση φτωχή, στάλες βροχής κλεμμένης τα καστανά κλαδιά μου να υγραίνει. Τι να σου πω... τι να σου πω κι εσένανε που λείπεις. Μόνο στων λόγων τις πτυχώσεις μπαίνω βαθιά, στη ζεστασιά να ονειρευτώ καθώς αυτές τις ώρες μες στην ψυχή τους εφιάλτες χειμωνιάζω. Με τις εκρήξεις να γελούν στο βάθος - βάθος των ρηγμάτων. Τι κι αν... αύριο ξημερώνει...

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Έτσι μου μίλησε...

Έτσι μου μίλησε: άνοιξε τα λόγια σου και τρέχα γάργαρο νερό μέσα από πετρώματα που πτυχώνονται σε περασμένου θέρους περηφάνια. Με άγνοια... με άγνοια πληρώνεται η γερασμένη γνώση. Έτσι... για να θυμηθώ πόσο τρυφερά κοιτά το άγαλμα της Παναγιάς μέσα από φλογισμένες μνήμες στου Άγιου Μάρκου την εκκλησιά. Με το αμυδρό χαμόγελο της μάνας που λαχταρά κομμένος μας ο λώρος καθώς οι σάρκες μας δονούνται στίχο το στίχο, βλέμμα ουράνιων σφαλμάτων. Ανάγιοι... ανάγιοι εκπορνευόμαστε τα σύννεφα με τριάντα ματαιότητες αντάλλαγμα. Και ναι, όμορφα τόσο πέφτουν οι ψιχάλες τους στη δίψα των ψυχών μας... κάθε φορά καινούρια πεθυμιά στου φθινοπώρου τον αέρα. Και σαν και σένα την έχω σχεδιάσει τη σκηνή. Με τους χειμώνες να συστέλλουν φιλιά δοξαστικά πάνω σε λόφους γυμνωμένους τόσο ορατά στο αμυδρό το φεγγαρόφως. Μέχρι να γίνουν πέτρα. Εκεί όπου παιδιά αναζητούν τα βόλια που απ' την απέναντι στεριά λαθραία παρεμβαίνουν στ' αθώα τους παιχνίδια. Ανάγιοι... ανάγιοι πορευόμαστε προς ιαχές ενήλικων θριάμβων. Με γνώση για τα σφάλματα της άγουρής μας άγνοιας. Έτσι μου είπε... κι ήταν μια νύχτα νιογέννητου Οκτώβρη με το αλκοόλ να τρέχει στις σκοτεινές μου φλέβες. Για να στο μιλήσω τώρα έτσι παραμορφωμένο... Άνοιξε τα λόγια σου και τρέχα όσο μακρύτερα μπορείς. Γυμνός του ονόματος της τελεσίδικης παρηγόριας. Κι ακόμη πιο βαθιά μέσα στους λόφους που περπάτησες μ' ένα σακίδιο πατρός να κρέμεται βαρύ απ' τα αλμυρά σου βλέφαρα. Κι είτε ψηλά ή χαμηλά κοιτάξεις, το ταβερνάκι των ευωδιαστών θαυμάτων θα σκοτεινιάζει από λαχτάρα στην πόρτα του να ρίξεις μια δέσμη του φωτός μ' ένα φακό απ' την ψυχή σου καμωμένο. Με φυλακτάρια τα βλέμματα απ' τις κόρες που με τα χέρια τους κλεισμένη αγκαλιά προσεύχονται να σταματήσει ο ήχος της βροχής που πατημένα σκεπάζει λόγια. Τα βήματα ν' αφουγκραστούν που αργούν τόσο να έρθουν. Όλο κι αργούν... όλο... αιώνια παραδομένα στα στέφανα του λάθους... αιώνια αργούν...

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

Το σκηνικό είναι πάντα Κολωνός

Το σκηνικό είναι πάντα Κολωνός όπως και πάντα η απάντηση είναι ο λόγος του άλλου αντεστραμμένος... έτσι πηγαίνουμε τυφλοί από Ιοκάστη σ' Αντιγόνη... και κάπου ανάμεσα Καλυψοί και Κίρκες και Ναυσικές... τυφλοί μονάχα μ' ενα ποίημα λόγια κελαηδίσματα αηδονιών... εκεί στο λόφο των παιδικών μου χρόνων... Κολωνός το ταβερνάκι κι η μυρουδιά της μαρίδας δοξασμένη... μ' ενα φακό να αιφνιδιάζω κάτι φιλιά όλο καλοκαίρι... και να έχω άγνοια πως είναι ο τόπος που ο άντρας θα γυρέψει τον τάφο του... ίσως και να 'ναι μια δικαιοσύνη όλα αυτά... ίσως πατέρας να σημαίνει αυτό... αργά να φτάνεις προς τις κόρες σου γυρεύοντας το χέρι να σε πάει στο θάνατο... την έχω κιόλας σχεδιάσει τη σκηνή... την έχω αποφασίσει αγαπώντας τη φθορά μου... μα πάντα ο άντρας θα ' ναι αδέξιος... γιατί πατέρας είναι η προσωπίδα... όπου κόρες άναλαφρες γυρεύουν ν' αποθέσουν κάτι λόγια επίμονα... κομμένα λες από την τελευταία τους ανάσα και πανάρχαια... πάντα ως πατέρας σου ν' αργώ και πάντα να με περιμένουν λόγια... και να 'ναι αυτό μια τελευταία διάβαση... μια επίκληση καλύτερα μια γυρισμένης πλάτης για να γίνει φως... και να πηγαίνω αδέξιος κάτω από ένα βλέμμα πατημένα λόγια... ίσως γιατί και το μερίδιο του πόνου που στον καθένα αναλογεί μας θέλει όλους τελεσίδικα απαρηγόρητους... έξω από το όνομά του μάλλον είμαστε ορφανοί εκ πατρός... και το άγαλμα που κατεβάζει κάθε νύχτα ένα μπάρκο αόρατο είναι το σώμα ενός θεού νεκρού καμματιασμένο... μην ξέροντας αν για τη θλίψη είναι ή για τη χαρά έξω από την επιθυμία της γυναίκας εικόνα του πατέρα τα νερά ποτέ τους δεν στερέωσαν...

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

Τα μολυσμένα μου φεγγάρια...

Τα μολυσμένα μου φεγγάρια που σε οθόνες αναρτώνται, μαζί δεν τα 'δαμε. Άργησες. Και να οδηγείς δε γνώριζες ώστε να πέσει μια στιγμή άστρο ευχής ή αστραπή σ' ένα παρμπρίζ, όρθια χορεύοντας να με κρατήσεις εσύ χτυπώντας παλαμάκια. Μα οι δρόμοι μας, δες, μπλέχθηκαν με την κληρονομιά της ώχρας μνήμης, κουβάρι κόμποι στο λαιμό, σα σε θυμάμαι έτσι αργά μα και θολά, εξώπορτα ν' ανοίγεις σ' έναν αέρα που άλλοτε σφυρίζει κι άλλοτε πώς γελά τ' αυτιά μου με τ' αλαφρά του βήματα θλιμμένα κάτω απ' τα δικά σου. Και να 'μαι τώρα εδώ, με μια μου νύχτα απέναντι στα άγνωστα τα μάτια το γνώριμό σου βλέμμα να θυμάμαι, γαλάζιο να ίπταται της γης με το ρυθμό του μπουζουκιού κι έναν Ζαμπέτα δίπλα να σου χαμογελάει. Ύστερα παύση, τριών λεπτών σιωπή. Γιατί στο ραντεβού σου άργησες να πας κι όλο σ' αλάφραιναν τα λόγια για το πατριωτάκι που 'μελλε να πουλά τυπώματα ψυχής, γνώσης τριών θανάτων για έναν βίο. Κι όλα τ' απώθησα στο πίσω μέρος του μυαλού και δε θυμάμαι απόψε άλλο τίποτα, έτσι να λέω θέλω, εικόνες σκόρπιες και λόγια παραγγελιές κοφτές. Άργησες. Πολύ. Λάβες απάτητες, πατέρα. Που πέτρωσαν τα παιδικά παιχνίδια και τα τραγούδια μέσα στην καρδιά. Κι έχω δυο μάτια άγνωστα που πρίγκιπες των κρίνων να δουν πώς περιμένουν... Μα 'γω τιτλοφορούμαι πόνος δοκιμασμένος χαράσσοντας λευκό γυαλί ψυχής με τη λεπίδα κρυμμένη στη σπασμένη μου φτερούγα. Αργά και σταθερά. Κι ότι φωνή μου κάθιδρη ξυπνά απ' όνειρο νυχτερινό, αργά και σταθερά απόψε θα χαράσσω... Κι ας μην παλεύεται, πατέρα...